- φιλοπονώτατος
- φιλόπονοςlaboriousmasc nom superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλόπονος — η, ο / φιλόπονος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την εργασία, φιλόμοχθος, φίλεργος, εργατικός αρχ. 1. (για πράγμ. ή εγχείρημα) κοπιαστικός («νῦν δ ἐπειδὴ ὁ φιλοπονώτατος πόλεμος ἀναπέπαυται», Ξεν.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόπονον η φιλοπονία 3. φρ.… … Dictionary of Greek
ՋԱՆԱՍԷՐ — (սիրի, րաց.) NBH 2 0670 Chronological Sequence: Unknown date, 8c ա. φολιόπονος, φιλοπονώτατος amans laborem, gnavus, studiosus, industrius, studiosissimus. Աշխատասէր. երկասէր. ուսումնասէր. փոյթ. ... *Զորս ջանասիրաց է պարտ ʼի յոլովից գրոց ժողովել … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)